φρούρημα

φρούρημα
φρούρ-ημα, ατος, τό, poet. Noun:
I that which is watched or guarded, λείας βουκόλων φρουρήματα the herdsmen's charge of spoil, S.Aj.54.
II guard, A.Eu.706; of a single man, Id.Th.449;

λόγχαι δεσποτῶν φρουρήματα E.El.798

.
III watch, ward,

φρούρημα ἔχειν Id.Ion511

(troch.).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • φρούρημα — that which is watched neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φρούρημα — ήματος, τὸ, Α [φρουρῶ] 1. αυτό που φρουρείται, που φυλάσσεται 2. φρουρός, φύλακας («εὑδόντων ὕπερ ἐγρηγορὸς φρούρημα γῆς καθίσταμαι», Αισχύλ.) 3. φρούρηση, φύλαξη …   Dictionary of Greek

  • φρούρημ' — φρούρημα , φρούρημα that which is watched neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φρουρήματα — φρούρημα that which is watched neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φερέγγυος — α, ο / φερέγγυος, ον, ΝΜΑ αυτός που παρέχει ή μπορεί να δώσει εγγύηση, εχέγγυος, αξιόπιστος, αξιόχρεος (α. «φερέγγυος οφειλέτης» β. «Πολυφόντου βία, φερέγγυον φρούρημα», Αισχύλ.) αρχ. 1. ο άξιος ή ο ικανός να δώσει λόγο για κάτι 2. (με απρμφ.)… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”